πλανιάρω

πλανιάρω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλανιάρω" в других словарях:

  • πλανιάρω — Ν [πλάνη (II)] πλανίζω …   Dictionary of Greek

  • πλανάρω — Ν 1. αερολισθαίνω 2. πλανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. planer «αιωρούμαι, στέκομαι ακίνητος με απλωμένα φτερά», «ροκανίζω, λειαίνω» < λατ. planum «επίπεδη επιφάνεια»] …   Dictionary of Greek

  • πλανιάρισμα — το, Ν [πλανιάρω] το πλάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»